-
1 σώος
ώα, ο[ν] целый, невредимый;σώος καί αβλαβής — целый и невредимый
-
2 αβλαβής
-
3 ἀ-κέραιος
ἀ-κέραιος ( κεράννυμι), ungemischt, rein, οἶνος Diosc.; οἴνου δύναμις Ath. II, 45 e; χρυσός Plut.; in ursprünglicher Reinheit u. Vollständigkeit, unversehrt, integer (ὁλόκληρος, σῶος, ἀβλαβής, VLL.), πόλις Her. 3, 146; Isocr. 4, 98; γῆ, nicht verwüstet, Thuc. 2, 18; Plat. Critia 111 b; χώρα Dem. 1, 28; δύναμις Thuc. 3, 3; σκηναὶ ἀκ. καὶ σῶαι Xen. Cyr. 4, 5, 2; noch nicht ermüdet, An. 6, 3, 9; mit dem gen., ἄπειρον καὶ ἀκέραιον κακῶν ἠϑῶν Plat. Rep. III, 409 a; vgl. Eur. Or. 920; πάϑους ἀκέραιον ἦϑος καὶ ἄϑικτον Plut. virt. doc. posse 1; ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί Matth. 10, 16. Häufig braucht das Wort Polyb.: νῆες, φάλαγξ, frisch, die noch nicht im Kampf gewesen, 1, 28. 1, 34; ἐξ ἀκεραίου, von frischem, de integro, 24, 4, 10; βουλεύεσϑαι, προςπίπτειν, 9, 31. 6, 24; ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν 2, 2, 10. – Adv. ἀκεραίως, unversehrt, Cic. Att. 13, 21.
См. также в других словарях:
σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
σώος — α, ο ακέραιος, αβλαβής: Σου την παραδίνω την κόρη σου σώα και αβλαβή. – Επέστρεψε όλος ο στρατός σώος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… … Dictionary of Greek
όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος … Dictionary of Greek
ασκηθής — ἀσκηθής, ές (Α) 1. ο αβλαβής, ο σώος 2. ο ασφαλής 3. ο γνήσιος, ο ανόθευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + *σκήθος «βλάβη, ζημιά», το οποίο συνδέεται με μια γερμανική και κελτική ομάδα λέξεων (πρβλ. γοτθ. skapis «βλάβη, ζημιά», ιρλ. scathaim «παραλύω,… … Dictionary of Greek